- σαδισμός
- Ψυχική ανωμαλία της ομάδας των σεξουαλικών διαστροφών: ο σαδιστής ικανοποιείται με το να κάνει τους άλλους να υποφέρουν. Ο όρος προέρχεται από το όνομα του μαρκήσιου Σαδ, συγγραφέα του 18ου αι., στα έργα του οποίου βρίσκονται περιγραφές της διαστροφής αυτής. Από ψυχαναλυτική άποψη, ο σ. θεωρείται ότι βρίσκεται πολύ κοντά στο μαζοχισμό, αν και εκδηλώνεται με αντίθετα συμπτώματα, και συναντιέται επίσης σε εκδηλώσεις που είναι ξένες προς την καθαυτό σεξουαλική δραστηριότητα. Ο σ. μπορεί τέλος να εκδηλωθεί απέναντι σε ζώα και πράγματα που έχουν συμβολική αξία: π.χ. όταν τα παιδιά καταστρέφουν με φανερή ευχαρίστηση κάθε παιχνίδι.
* * *ο, Ν1. νοσηρή γενετήσια διαστροφή κατά την οποία προκαλεί ηδονή στον πάσχοντα ο ηθικός ή φυσικός πόνος τού ατόμου με το οποίο συνευρίσκεται2. (κατεπέκτ.) το να αισθάνεται κανείς ευχαρίστηση με το να βασανίζει κάποιον άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. sadisme, από το όν. τού μαρκησίου de Sade + κατάλ. -isme (βλ. λ. -ισμός). Η λ. μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Εφημερίς].
Dictionary of Greek. 2013.